ἐπίρριμμα

ἐπίρριμμα
ἐπίρριμμα, ατος, τό,
A winding-sheet, dub. in Lyd.Mag.3.60.
b. slave's outer garment, dub. cj. in Poll.4.119 (v. ἐπίρραμμα).
2. (

ἐπιρρίπτω 1.2

) poultice, Alex.Trall.8.2
(ἐπιρρίματα codd.), Febr.2 (ἐπιρρήματος codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επίρριμμα — ἐπίρριμμα, τὸ (Α) [επιρρίπτω] 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να τό καλύψει 2. κατάπλασμα 3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην. διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα*) …   Dictionary of Greek

  • ἐπίρριμμα — winding sheet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρίμματος — ἐπίρριμμα winding sheet neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”